εκβόσκω

εκβόσκω
ἐκβόσκω (Α)
1. κατατρώγω, καταναλώνω
2. μέσ. βόσκω
3. απορροφώ
4. (για θλίψη, οδύνες κ.λπ.) καταστρέφω, αρρωσταίνω κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… …   Dictionary of Greek

  • συνεκβόσκομαι — Α απορροφώ, απομυζώ επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκβόσκω «καταναλώνω, απορροφώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”